σταθερής κατάστασης, θεωρία — Μία κοσμολογική θεωρία που υπακούει σε μία τέλεια κοσμολογική αρχή σύμφωνα με την οποία το σύμπαν φαίνεται το ίδιο σε όλα τα σημεία και οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Το σύμπαν, επομένως, δεν έχει αρχή ούτε τέλος και η πυκνότητα της ύλης σε αυτό… … Dictionary of Greek
Η γενική σχετικότητα — Είδαμε ότι σ’ ένα μη αδρανειακό σύστημα, όταν δεν ενεργούν εξωτερικές δυνάμεις, ένα σώμα δεν κινείται με ομοιόμορφη κίνηση, αλλά κινείται σαν να υπόκεινταν σε μια δύναμη (δύναμη αδράνειας) που είναι ανάλογη με τη μάζα του (μάζα αδράνειας). Κατά… … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
αισιοδοξία ή οπτιμισμός — Κοσμοθεωρία που δέχεται ότι ο κόσμος είναι ωραίος και καλός, όπως η ψυχική διάθεση που βλέπει τα πράγματα από την καλή τους πλευρά και ελπίζει ότι όλα θα έχουν καλό τέλος. (Φιλοσ.) Ως φιλοσοφικός όρος (optimismus, από τη λατ. λέξη optimus που… … Dictionary of Greek